παζάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παζάρι | τα | παζάρια |
| γενική | του | παζαριού | των | παζαριών |
| αιτιατική | το | παζάρι | τα | παζάρια |
| κλητική | παζάρι | παζάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παζάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παζάρι > παζάριον < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική pazar)[1] < περσική بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)

Παζάρι με είδη σπιτιού.
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈza.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ζά‐ρι
Ουσιαστικό
παζάρι ουδέτερο
- η υπαίθρια αγορά
- ※ Ἐκεῖνοι μᾶς μέρασαν, κι' ὁ καθένας μας πουλήθηκε στὸ παζάρι σκλάβος ἀλευτέρωτος σ' ἄλλους ἀνθρώπους. (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο ξενιτεμένος)
- η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
Εκφράσεις
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
- πήγε κι ο Εβραίος στο παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο
- παζάρ παζάρ: κυριακάτικα (έκπληξη ή δυσαρέσκεια)
Συγγενικά
- παζάρεμα
- παζαρεύω
- παζαριλίκι
- παζαρίσιος
- → δείτε και τη λέξη μπαζάρ
Σύνθετα
- όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι (τίτλος τραγουδιού με τίτλο «το κοκοράκι», τραγουδιστής Νίκος Γούναρης το 1949/50)
- Il Pulcino Pio στην αγγλική Βικιπαίδεια

- video Οι King's Singers τραγουδούν «το κοκοράκι», to 2017, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
- Il Pulcino Pio στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
αγορά
Αναφορές
- παζάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.