παζαρίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παζαρίσιος | η | παζαρίσια | το | παζαρίσιο |
| γενική | του | παζαρίσιου | της | παζαρίσιας | του | παζαρίσιου |
| αιτιατική | τον | παζαρίσιο | την | παζαρίσια | το | παζαρίσιο |
| κλητική | παζαρίσιε | παζαρίσια | παζαρίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παζαρίσιοι | οι | παζαρίσιες | τα | παζαρίσια |
| γενική | των | παζαρίσιων | των | παζαρίσιων | των | παζαρίσιων |
| αιτιατική | τους | παζαρίσιους | τις | παζαρίσιες | τα | παζαρίσια |
| κλητική | παζαρίσιοι | παζαρίσιες | παζαρίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.zaˈɾi.sços/
Επίθετο
παζαρίσιος, -α, -ο
- παζαρήσιος (παλαιά γραφή, δείτε -ίσιος)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παζάρι
Μεταφράσεις
παζαρίσιος
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.