ψαροπάζαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαροπάζαρο | τα | ψαροπάζαρα |
| γενική | του | ψαροπάζαρου | των | ψαροπάζαρων |
| αιτιατική | το | ψαροπάζαρο | τα | ψαροπάζαρα |
| κλητική | ψαροπάζαρο | ψαροπάζαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈpa.za.ɾo/
Μεταφράσεις
ψαροπάζαρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.