παζάρεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παζάρεμα τα παζαρέματα
      γενική του παζαρέματος των παζαρεμάτων
    αιτιατική το παζάρεμα τα παζαρέματα
     κλητική παζάρεμα παζαρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παζάρεμα < παζαρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [m]: [-vma] > [-ma][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈza.ɾe.ma/

Ουσιαστικό

παζάρεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του παζαρεύω, η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός πράγματος
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε διαπραγμάτευση
    άρχισαν τα παζαρέματα για τη διάρκεια της επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας
     συνώνυμα: παζάρια

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.