παζαρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.zaˈɾe.vo/
Ρήμα
παζαρεύω, αόρ.: παζάρεψα, παθ.φωνή: παζαρεύομαι, π.αόρ.: παζαρεύτηκα, μτχ.π.π.: παζαρεμένος
- διαπραγματεύομαι την τιμή ενός προϊόντος που πρόκειται ν’ αγοράσω, προσπαθώντας να την ρίξω σε χαμηλότερα επίπεδα
- (κατ’ επέκταση) διαπραγματεύομαι ή συζητώ κρυφά κι αθέμιτα μια συναλλαγή έχοντας ιδιοτελή κίνητρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παζάρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παζαρεύω | παζάρευα | θα παζαρεύω | να παζαρεύω | παζαρεύοντας | |
| β' ενικ. | παζαρεύεις | παζάρευες | θα παζαρεύεις | να παζαρεύεις | παζάρευε | |
| γ' ενικ. | παζαρεύει | παζάρευε | θα παζαρεύει | να παζαρεύει | ||
| α' πληθ. | παζαρεύουμε | παζαρεύαμε | θα παζαρεύουμε | να παζαρεύουμε | ||
| β' πληθ. | παζαρεύετε | παζαρεύατε | θα παζαρεύετε | να παζαρεύετε | παζαρεύετε | |
| γ' πληθ. | παζαρεύουν(ε) | παζάρευαν παζαρεύαν(ε) |
θα παζαρεύουν(ε) | να παζαρεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παζάρεψα | θα παζαρέψω | να παζαρέψω | παζαρέψει | ||
| β' ενικ. | παζάρεψες | θα παζαρέψεις | να παζαρέψεις | παζάρεψε, παζάρευ' | ||
| γ' ενικ. | παζάρεψε | θα παζαρέψει | να παζαρέψει | |||
| α' πληθ. | παζαρέψαμε | θα παζαρέψουμε | να παζαρέψουμε | |||
| β' πληθ. | παζαρέψατε | θα παζαρέψετε | να παζαρέψετε | παζαρέψτε, παζαρεύτε | ||
| γ' πληθ. | παζάρεψαν παζαρέψαν(ε) |
θα παζαρέψουν(ε) | να παζαρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παζαρέψει | είχα παζαρέψει | θα έχω παζαρέψει | να έχω παζαρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις παζαρέψει | είχες παζαρέψει | θα έχεις παζαρέψει | να έχεις παζαρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει παζαρέψει | είχε παζαρέψει | θα έχει παζαρέψει | να έχει παζαρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παζαρέψει | είχαμε παζαρέψει | θα έχουμε παζαρέψει | να έχουμε παζαρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε παζαρέψει | είχατε παζαρέψει | θα έχετε παζαρέψει | να έχετε παζαρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παζαρέψει | είχαν παζαρέψει | θα έχουν παζαρέψει | να έχουν παζαρέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παζαρεύομαι | παζαρευόμουν(α) | θα παζαρεύομαι | να παζαρεύομαι | ||
| β' ενικ. | παζαρεύεσαι | παζαρευόσουν(α) | θα παζαρεύεσαι | να παζαρεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | παζαρεύεται | παζαρευόταν(ε) | θα παζαρεύεται | να παζαρεύεται | ||
| α' πληθ. | παζαρευόμαστε | παζαρευόμαστε παζαρευόμασταν |
θα παζαρευόμαστε | να παζαρευόμαστε | ||
| β' πληθ. | παζαρεύεστε | παζαρευόσαστε παζαρευόσασταν |
θα παζαρεύεστε | να παζαρεύεστε | (παζαρεύεστε) | |
| γ' πληθ. | παζαρεύονται | παζαρεύονταν παζαρευόντουσαν |
θα παζαρεύονται | να παζαρεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παζαρεύτηκα | θα παζαρευτώ | να παζαρευτώ | παζαρευτεί | ||
| β' ενικ. | παζαρεύτηκες | θα παζαρευτείς | να παζαρευτείς | παζαρέψου | ||
| γ' ενικ. | παζαρεύτηκε | θα παζαρευτεί | να παζαρευτεί | |||
| α' πληθ. | παζαρευτήκαμε | θα παζαρευτούμε | να παζαρευτούμε | |||
| β' πληθ. | παζαρευτήκατε | θα παζαρευτείτε | να παζαρευτείτε | παζαρευτείτε | ||
| γ' πληθ. | παζαρεύτηκαν παζαρευτήκαν(ε) |
θα παζαρευτούν(ε) | να παζαρευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παζαρευτεί | είχα παζαρευτεί | θα έχω παζαρευτεί | να έχω παζαρευτεί | παζαρεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις παζαρευτεί | είχες παζαρευτεί | θα έχεις παζαρευτεί | να έχεις παζαρευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παζαρευτεί | είχε παζαρευτεί | θα έχει παζαρευτεί | να έχει παζαρευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παζαρευτεί | είχαμε παζαρευτεί | θα έχουμε παζαρευτεί | να έχουμε παζαρευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παζαρευτεί | είχατε παζαρευτεί | θα έχετε παζαρευτεί | να έχετε παζαρευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παζαρευτεί | είχαν παζαρευτεί | θα έχουν παζαρευτεί | να έχουν παζαρευτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.