bazar

Αζεριανά (az)

Ετυμολογία

bazar < περσική بازار (bâzâr)

Ουσιαστικό

bazar (az) (πληθυντικός bazarlar)

  1. η αγορά
  2. (ημέρα) η Κυριακή



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

bazar (fr)

  1. το ψιλικατζίδικο
  2. το παζάρι
  3. η ακαταστασία



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

bazar < περσική بازار

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbazar/
 

Ουσιαστικό

bazar (pl) αρσενικό

  1. η αγορά, το παζάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.