market

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
market markets

Ουσιαστικό

market (en)

  1. η αγορά, το μέρος
    an open-air market - υπαίθρια αγορά
  2. (μόνο ενικός) η αγορά, το εμπόριο ενός συγκεκριμένου τύπου αγαθών
    market research - έρευνα της αγοράς
    There is a glut of videos in the market.
    Υπάρχει κορεσμός βίντεο στην αγορά.

Παράγωγα

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.