pazar
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
pazar
(bs)
παζάρι
αγορά
Τουρκικά
(tr)
Ετυμολογία
pazar
<
περσική
بازار
(bâzâr) <
μέση περσική
wʾčʾl (wāzār,
αγορά
)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
pazar
(tr)
Κυριακή
παζάρι
,
αγορά
Αλλόγλωσσα παράγωγα
νέα ελληνική
:
παζάρι
Οι
μέρες
της
εβδομάδας
Δευτέρα
Τρίτη
Τετάρτη
Πέμπτη
Παρασκευή
Σάββατο
Κυριακή
pazartesi
salı
çarşamba
perşembe
cuma
cumartesi
pazar
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.