νυφοπάζαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νυφοπάζαρο | τα | νυφοπάζαρα |
| γενική | του | νυφοπάζαρου | των | νυφοπάζαρων |
| αιτιατική | το | νυφοπάζαρο | τα | νυφοπάζαρα |
| κλητική | νυφοπάζαρο | νυφοπάζαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.foˈpa.za.ɾo/
Ουσιαστικό
νυφοπάζαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
νυφοπάζαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.