εμποροπάζαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εμποροπάζαρο | τα | εμποροπάζαρα |
| γενική | του | εμποροπάζαρου | των | εμποροπάζαρων |
| αιτιατική | το | εμποροπάζαρο | τα | εμποροπάζαρα |
| κλητική | εμποροπάζαρο | εμποροπάζαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εμποροπάζαρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.