ανθρωποπάζαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθρωποπάζαρο | τα | ανθρωποπάζαρα |
| γενική | του | ανθρωποπάζαρου | των | ανθρωποπάζαρων |
| αιτιατική | το | ανθρωποπάζαρο | τα | ανθρωποπάζαρα |
| κλητική | ανθρωποπάζαρο | ανθρωποπάζαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ανθρωποπάζαρο ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανθρωποπάζαρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.