απαζάρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαζάρευτος | η | απαζάρευτη | το | απαζάρευτο |
| γενική | του | απαζάρευτου | της | απαζάρευτης | του | απαζάρευτου |
| αιτιατική | τον | απαζάρευτο | την | απαζάρευτη | το | απαζάρευτο |
| κλητική | απαζάρευτε | απαζάρευτη | απαζάρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαζάρευτοι | οι | απαζάρευτες | τα | απαζάρευτα |
| γενική | των | απαζάρευτων | των | απαζάρευτων | των | απαζάρευτων |
| αιτιατική | τους | απαζάρευτους | τις | απαζάρευτες | τα | απαζάρευτα |
| κλητική | απαζάρευτοι | απαζάρευτες | απαζάρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαζάρευτος < α- + παζαρεύ(ω) + -τος
Επίθετο
απαζάρευτος, -η, -ο
- που τον αγόρασαν χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγμάτευση για τη μείωση της τιμής
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απαζάρευτα
- → δείτε τη λέξη παζάρι
Μεταφράσεις
απαζάρευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.