ζωοπάζαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζωοπάζαρο | τα | ζωοπάζαρα |
| γενική | του | ζωοπάζαρου | των | ζωοπάζαρων |
| αιτιατική | το | ζωοπάζαρο | τα | ζωοπάζαρα |
| κλητική | ζωοπάζαρο | ζωοπάζαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.oˈpa.za.ɾo/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζωοπάζαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.