παγκοσμιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκοσμιότητα οι παγκοσμιότητες
      γενική της παγκοσμιότητας των παγκοσμιοτήτων
    αιτιατική την παγκοσμιότητα τις παγκοσμιότητες
     κλητική παγκοσμιότητα παγκοσμιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγκοσμιότητα < παγκόσμιος + -ότητα

Ουσιαστικό

παγκοσμιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του παγκόσμιου
  2. η κατανόηση, εκτίμηση, ανεκτικότητα και προστασία ευημερίας όλων των ανθρώπων και όλης της φύσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.