παγκόσμιο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παγκόσμιο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του παγκόσμιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παγκόσμιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.