πέμπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέμπω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpem.bo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐μπω
- παλιότερος συλλαβισμός : πέμ‐πω
Ρήμα
πέμπω, πρτ.: έπεμπα, στ.μέλλ.: θα πέμψω, αόρ.: έπεμψα, παθ.φωνή: πέμπομαι, π.αόρ.: πέμφθηκα
- (αρχαιοπρεπές) στέλνω κάποιον ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο τόπο για ένα συγκεκριμένο σκοπό
Σημειώσεις
- λόγια χρήση ή ιδιωματικά (συνήθως ως μπέμπω) σε διάφορες περιοχές
- το ρήμα ζει μέσα σε πολλά σύνθετα ρήματα και σε λέξεις ως β΄ συνθετικό (από την αρχαία ελληνική πομπή που ήταν παράγωγη λέξη του πέμπω)
Συγγενικά
|
Σύνθετα -πέμπω και δείτε τα συγγενικά τους: |
πομπ- |
άλλα σύνθετα |
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πέμπω | έπεμπα | θα πέμπω | να πέμπω | πέμποντας | |
| β' ενικ. | πέμπεις | έπεμπες | θα πέμπεις | να πέμπεις | πέμπε | |
| γ' ενικ. | πέμπει | έπεμπε | θα πέμπει | να πέμπει | ||
| α' πληθ. | πέμπουμε | πέμπαμε | θα πέμπουμε | να πέμπουμε | ||
| β' πληθ. | πέμπετε | πέμπατε | θα πέμπετε | να πέμπετε | πέμπετε | |
| γ' πληθ. | πέμπουν(ε) | έπεμπαν πέμπαν(ε) |
θα πέμπουν(ε) | να πέμπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπεμψα | θα πέμψω | να πέμψω | πέμψει | ||
| β' ενικ. | έπεμψες | θα πέμψεις | να πέμψεις | πέμψε | ||
| γ' ενικ. | έπεμψε | θα πέμψει | να πέμψει | |||
| α' πληθ. | πέμψαμε | θα πέμψουμε | να πέμψουμε | |||
| β' πληθ. | πέμψατε | θα πέμψετε | να πέμψετε | πέμψτε | ||
| γ' πληθ. | έπεμψαν πέμψαν(ε) |
θα πέμψουν(ε) | να πέμψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πέμψει | είχα πέμψει | θα έχω πέμψει | να έχω πέμψει | ||
| β' ενικ. | έχεις πέμψει | είχες πέμψει | θα έχεις πέμψει | να έχεις πέμψει | ||
| γ' ενικ. | έχει πέμψει | είχε πέμψει | θα έχει πέμψει | να έχει πέμψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πέμψει | είχαμε πέμψει | θα έχουμε πέμψει | να έχουμε πέμψει | ||
| β' πληθ. | έχετε πέμψει | είχατε πέμψει | θα έχετε πέμψει | να έχετε πέμψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πέμψει | είχαν πέμψει | θα έχουν πέμψει | να έχουν πέμψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πέμπομαι | πεμπόμουν(α) | θα πέμπομαι | να πέμπομαι | ||
| β' ενικ. | πέμπεσαι | πεμπόσουν(α) | θα πέμπεσαι | να πέμπεσαι | ||
| γ' ενικ. | πέμπεται | πεμπόταν(ε) | θα πέμπεται | να πέμπεται | ||
| α' πληθ. | πεμπόμαστε | πεμπόμαστε πεμπόμασταν |
θα πεμπόμαστε | να πεμπόμαστε | ||
| β' πληθ. | πέμπεστε | πεμπόσαστε πεμπόσασταν |
θα πέμπεστε | να πέμπεστε | πέμπεστε | |
| γ' πληθ. | πέμπονται | πέμπονταν πεμπόντουσαν |
θα πέμπονται | να πέμπονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πέμφθηκα | θα πεμφθώ | να πεμφθώ | πεμφθεί | ||
| β' ενικ. | πέμφθηκες | θα πεμφθείς | να πεμφθείς | πέμψου | ||
| γ' ενικ. | πέμφθηκε | θα πεμφθεί | να πεμφθεί | |||
| α' πληθ. | πεμφθήκαμε | θα πεμφθούμε | να πεμφθούμε | |||
| β' πληθ. | πεμφθήκατε | θα πεμφθείτε | να πεμφθείτε | πεμφθείτε | ||
| γ' πληθ. | πέμφθηκαν πεμφθήκαν(ε) |
θα πεμφθούν(ε) | να πεμφθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πεμφθεί | είχα πεμφθεί | θα έχω πεμφθεί | να έχω πεμφθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις πεμφθεί | είχες πεμφθεί | θα έχεις πεμφθεί | να έχεις πεμφθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πεμφθεί | είχε πεμφθεί | θα έχει πεμφθεί | να έχει πεμφθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πεμφθεί | είχαμε πεμφθεί | θα έχουμε πεμφθεί | να έχουμε πεμφθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πεμφθεί | είχατε πεμφθεί | θα έχετε πεμφθεί | να έχετε πεμφθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πεμφθεί | είχαν πεμφθεί | θα έχουν πεμφθεί | να έχουν πεμφθεί | ||
Μεταφράσεις
πέμπω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πέμπω < θέμα πεμπ που σε διάφορους χρόνους γίνεται πομφ λόγω ετεροίωσης και δάσυνσης
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | πέμπω | πέμπομαι |
| Παρατατικός | ἒπεμπον | ἐπεμπόμην |
| Μέλλοντας | πέμψω | πέμψομαι & πεμφθήσομαι |
| Αόριστος | ἒπεμψα | ἐπεμψάμην & ἐπέμφθην |
| Παρακείμενος | πέπομφα | πέπεμμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐπεπόμφειν | ἐπεπέμμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
πέμπω
Σύνθετα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- πέμπω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πέμπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέμπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.