αυτοκινητοπομπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκινητοπομπή οι αυτοκινητοπομπές
      γενική της αυτοκινητοπομπής των αυτοκινητοπομπών
    αιτιατική την αυτοκινητοπομπή τις αυτοκινητοπομπές
     κλητική αυτοκινητοπομπή αυτοκινητοπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοκινητοπομπή < αυτοκίνητο + πομπή

Ουσιαστικό

αυτοκινητοπομπή θηλυκό

  • πολλά αυτοκίνητα που ταξιδεύουν μαζί αποτελώντας ένα οργανικό σύνολο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.