πομπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πομπός | οι | πομποί |
| γενική | του | πομπού | των | πομπών |
| αιτιατική | τον | πομπό | τους | πομπούς |
| κλητική | πομπέ | πομποί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πομπός < αρχαία ελληνική πομπός
Ουσιαστικό
πομπός αρσενικό
Συνώνυμα
- (για πληροφορία, δεδομένα) πηγή, αποστολέας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πομπός < πέμπω
Ουσιαστικό
πομπός αρσενικό
- οδηγός, συνοδός
- ακόλουθος
- κήρυκας, αγγελιοφόρος
- εκείνος που μεταφέρει κάτι (μπορεί και αντικείμενο, όχι μόνον μηνύματα), εκείνος με τον οποίο κάτι πέμπεται, αποστέλλεται
Αναφορές
- από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.