αναπέμπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπέμπω < αρχαία ελληνική ἀνά (ανα-) + πέμπω, και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renvoyer[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈpem.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπέμπω
παλιότερος συλλαβισμός: αμαπέμπω

Ρήμα

αναπέμπω, αόρ.: ανέπεμψα/ανάπεμψα, παθ.φωνή: αναπέμπομαι, π.αόρ.: αναπέμφθηκα

  1. εκπέμπω προς τα επάνω
  2. εκστομίζω
  3. (θρησκεία) προσεύχομαι, δέομαι
  4. (νομικός όρος) αρνούμαι να επικυρώσω μια απόφαση, ένα νομοσχέδιο κ.λπ., και το επιστρέφω για αναθεώρηση και βελτίωση
    επιχειρεί η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο του ΔΕΕ για εκ νέου εκδίκαση

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.