καταπέμπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταπέμπω < αρχαία ελληνική καταπέμπω < κατά + πέμπω

Ρήμα

καταπέμπω

Συνώνυμα

Μεταφράσεις


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καταπέμπω < αρχαία ελληνική καταπέμπω < κατά + πέμπω

Ρήμα

καταπέμπω

  1. απελπίζω
  2. (μεταφορικά) στέλνω κάποιον στον Άδη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.