πομπεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πομπεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πομπεύω (οδηγώ πομπή, βρίζω χυδαία) η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pomˈbe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πομπεύω

Ρήμα

πομπεύω, αόρ.: πόμπεψα, παθ.φωνή: πομπεύομαι, π.αόρ.: πομπεύτηκα, μτχ.π.π.: πομπεμένος

  • (λαϊκότροπο) μπομπεύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πομπεύω < πομπ(ή) + -εύω

Ρήμα

πομπεύω

  1. οδηγώ μια πομπή, συνοδεύω μια πομπή
  2. (ελληνιστική σημασία) κατηγορώ, διαπομπεύω με χυδαίες βρισιές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.