εφοδιοπομπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφοδιοπομπή οι εφοδιοπομπές
      γενική της εφοδιοπομπής των εφοδιοπομπών
    αιτιατική την εφοδιοπομπή τις εφοδιοπομπές
     κλητική εφοδιοπομπή εφοδιοπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφοδιοπομπή < εφόδιο + -ο- + πομπή

Ουσιαστικό

εφοδιοπομπή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.