πέμψις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πέμψις < αρχαία ελληνική πέμψις

Ουσιαστικό

πέμψις θηλυκό

  • λόγια η πέμψη, η επίσημη αποστολή, η πέμψις διπλωματικού εκπροσώπου

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέμψις < πέμπω

Ουσιαστικό

πέμψις θηλυκό

  1. αποστολή, στάλσιμο
    πέμψις τῶν νεῶν
    ἀπὸ δὲ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος δευτέρῃ ἡμέρῃ συγκαλέσας... : δύο μέρες αφ ότου έστειλε τον κήρυκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.