παραπέμπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραπέμπω < παρά )παρα-) + πέμπω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renvoyer
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpem.bo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐πέ‐μπω
- παλιότερος συλλαβισμός : πα‐ρα‐πέμ‐πω
Ρήμα
παραπέμπω, πρτ.: παρέπεμπα, αόρ.: παρέπεμψα, παθ.φωνή: παραπέμπομαι, π.αόρ.: παραπέμφθηκα
- (νομικός όρος) μεταβιβάζω την αρμοδιότητα για κάποια υπόθεση σε άλλον ή σε άλλη υπηρεσία
- ※ ... η Ολομέλεια της Βουλής αποδέχτηκε και παρέπεμψε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας την πρόταση νόμου που κατέθεσε ο Πρόεδρος του ...[1]
- (κατ’ επέκταση) (ως εισαγγελική αρχή) καθιστώ κάποιον υπόδικο μεταβιβάζοντας την υπόθεση του σε δικαστική αρχή
- ↪ παραπέμφθηκε σε δίκη
- (για άτομο) υποδεικνύω σε κάποιον άλλη υπηρεσία για την οποία θεωρώ ότι είναι η κατάλληλη ή η αρμόδια
- χρησιμοποιώ μέσα σε κείμενο συγκεκριμένη τυπογραφική σήμανση για να υποδείξω άλλο σημείο στο οποίο υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες
- (ειδικότερα) παραπέμπω σε αναλυτικά στοιχεία για την πηγή από την οποία πήρα τα στοιχεία
- (μεταφορικά) παραπέμπω νοητικά, κάνω κάποιον να σκεφτεί κάτι σχετικό με εμένα
Συγγενικά
- παραπεμπτικό
- παραπεμπτικός
- παραπομπή
- → και δείτε τη λέξη πέμπω
Σύνθετα
- αλληλοπαραπέμπονται
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραπέμπω | παρέπεμπα | θα παραπέμπω | να παραπέμπω | παραπέμποντας | |
| β' ενικ. | παραπέμπεις | παρέπεμπες | θα παραπέμπεις | να παραπέμπεις | παράπεμπε | |
| γ' ενικ. | παραπέμπει | παρέπεμπε | θα παραπέμπει | να παραπέμπει | ||
| α' πληθ. | παραπέμπουμε | παραπέμπαμε | θα παραπέμπουμε | να παραπέμπουμε | ||
| β' πληθ. | παραπέμπετε | παραπέμπατε | θα παραπέμπετε | να παραπέμπετε | παραπέμπετε | |
| γ' πληθ. | παραπέμπουν(ε) | παρέπεμπαν παραπέμπαν(ε) |
θα παραπέμπουν(ε) | να παραπέμπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρέπεμψα | θα παραπέμψω | να παραπέμψω | παραπέμψει | ||
| β' ενικ. | παρέπεμψες | θα παραπέμψεις | να παραπέμψεις | παράπεμψε | ||
| γ' ενικ. | παρέπεμψε | θα παραπέμψει | να παραπέμψει | |||
| α' πληθ. | παραπέμψαμε | θα παραπέμψουμε | να παραπέμψουμε | |||
| β' πληθ. | παραπέμψατε | θα παραπέμψετε | να παραπέμψετε | παραπέμψτε | ||
| γ' πληθ. | παρέπεμψαν παραπέμψαν(ε) |
θα παραπέμψουν(ε) | να παραπέμψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραπέμψει | είχα παραπέμψει | θα έχω παραπέμψει | να έχω παραπέμψει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραπέμψει | είχες παραπέμψει | θα έχεις παραπέμψει | να έχεις παραπέμψει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραπέμψει | είχε παραπέμψει | θα έχει παραπέμψει | να έχει παραπέμψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραπέμψει | είχαμε παραπέμψει | θα έχουμε παραπέμψει | να έχουμε παραπέμψει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραπέμψει | είχατε παραπέμψει | θα έχετε παραπέμψει | να έχετε παραπέμψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραπέμψει | είχαν παραπέμψει | θα έχουν παραπέμψει | να έχουν παραπέμψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραπέμπομαι | παραπεμπόμουν(α) | θα παραπέμπομαι | να παραπέμπομαι | ||
| β' ενικ. | παραπέμπεσαι | παραπεμπόσουν(α) | θα παραπέμπεσαι | να παραπέμπεσαι | ||
| γ' ενικ. | παραπέμπεται | παραπεμπόταν(ε) | θα παραπέμπεται | να παραπέμπεται | ||
| α' πληθ. | παραπεμπόμαστε | παραπεμπόμαστε παραπεμπόμασταν |
θα παραπεμπόμαστε | να παραπεμπόμαστε | ||
| β' πληθ. | παραπέμπεστε | παραπεμπόσαστε παραπεμπόσασταν |
θα παραπέμπεστε | να παραπέμπεστε | παραπέμπεστε | |
| γ' πληθ. | παραπέμπονται | παραπέμπονταν παραπεμπόντουσαν |
θα παραπέμπονται | να παραπέμπονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραπέμφθηκα | θα παραπεμφθώ | να παραπεμφθώ | παραπεμφθεί | ||
| β' ενικ. | παραπέμφθηκες | θα παραπεμφθείς | να παραπεμφθείς | παραπέμψου | ||
| γ' ενικ. | παραπέμφθηκε | θα παραπεμφθεί | να παραπεμφθεί | |||
| α' πληθ. | παραπεμφθήκαμε | θα παραπεμφθούμε | να παραπεμφθούμε | |||
| β' πληθ. | παραπεμφθήκατε | θα παραπεμφθείτε | να παραπεμφθείτε | παραπεμφθείτε | ||
| γ' πληθ. | παραπέμφθηκαν παραπεμφθήκαν(ε) |
θα παραπεμφθούν(ε) | να παραπεμφθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παραπεμφθεί | είχα παραπεμφθεί | θα έχω παραπεμφθεί | να έχω παραπεμφθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις παραπεμφθεί | είχες παραπεμφθεί | θα έχεις παραπεμφθεί | να έχεις παραπεμφθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παραπεμφθεί | είχε παραπεμφθεί | θα έχει παραπεμφθεί | να έχει παραπεμφθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραπεμφθεί | είχαμε παραπεμφθεί | θα έχουμε παραπεμφθεί | να έχουμε παραπεμφθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παραπεμφθεί | είχατε παραπεμφθεί | θα έχετε παραπεμφθεί | να έχετε παραπεμφθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραπεμφθεί | είχαν παραπεμφθεί | θα έχουν παραπεμφθεί | να έχουν παραπεμφθεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Στις 7 Απριλίου - Στην Ολομέλεια η πρόταση νόμου Α. Νεοφύτου για απεργίες στις ουσιώδεις υπηρεσίες, offsite.com.cy, 31/03/2016 - 21:42, http://www.offsite.com.cy/articles/eidiseis/politiki/159226-stis-7-aprilioy-stin-olomeleia-i-protasi-nomoy-a-neofytoy-gia, ανακτήθηκε την 2017-12-15
- Νέες εκδόσεις, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20.11.2005, http://www.kathimerini.gr/234550/article/politismos/arxeio-politismoy/nees-ekdoseis, ανακτήθηκε την 2017-12-15
- Χειλιαύλιν, Καβάλ', Γαβάλ', Pontos-News, http://www.pontos-news.gr/pontic-article/100614/heiliaylin-kaval-gaval, ανακτήθηκε την 2017-12-15
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
παραπέμπω
- στέλνω κοντά ή πλησίον ή δια μέσου άλλης οδού
- συνοδεύω
- (ειδικότερα) στέλνω συνοδευτική στρατιωτική δύναμη ή εφόδια
- αποπέμπω, περιφρονώ
- (για ήχο) αντηχώ
- (μεταφορικά) παραπέμπω νοητικά
- ※ Μῖμος, πόλεμος, πτοία, νάρκα, δουλεία: καθ̓ ἡμέραν ἀπαλείψεταί σου τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα δόγματα, ὁπόσα ἀφυσιολογήτως φαντάζῃ καὶ παραπέμπεις.
- → λείπει η μετάφραση
- Μάρκος Αυρήλιος (Marcus Aurelius), Εις εαυτόν Aur. 10.9.1@perseus
- ※ Μῖμος, πόλεμος, πτοία, νάρκα, δουλεία: καθ̓ ἡμέραν ἀπαλείψεταί σου τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα δόγματα, ὁπόσα ἀφυσιολογήτως φαντάζῃ καὶ παραπέμπεις.
Πηγές
- παραπέμπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραπέμπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.