πομπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πομπή οι πομπές
      γενική της πομπής των πομπών
    αιτιατική την πομπή τις πομπές
     κλητική πομπή πομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πομπή < αρχαία ελληνική πομπή < πέμπω

Ουσιαστικό

πομπή θηλυκό

  1. πολλά άτομα ή οχήματα που κινούνται αργά, σε σειρά, κυρίως σε τελετή ή άλλη εκδήλωση
    Η πομπή του Επιταφίου
    Η πομπή της κηδείας
    Η πομπή των Παναθηναίων
  2. εικόνα που προσομοιάζει σε επίσημη πομπή
    Είχε απίστευτη κίνηση στο δεξί διάζωμα γιατί έκαναν έργα στο αριστερό και στο μεσαίο, πηγαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε μια ατελείωτη πομπή
  3. διασυρμός, με τη μεσαιωνική έννοια (και μπομπή) : αίσχη, μια αισχρή πράξη, κάτι ντροπιαστικό που θέλει να κρύψει το άτομο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πομπή < πέμπω

Ουσιαστικό

πομπή θηλυκό

  1. συνοδεία
  2. επίσημη συνοδεία (θρησκευτική, εορταστική, θριαμβευτική)
  3. αποστολή
  4. πομπώδης επίδειξη

Παράγωγα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.