πομπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πομπή | οι | πομπές |
| γενική | της | πομπής | των | πομπών |
| αιτιατική | την | πομπή | τις | πομπές |
| κλητική | πομπή | πομπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πομπή < αρχαία ελληνική πομπή < πέμπω
Ουσιαστικό
πομπή θηλυκό
- πολλά άτομα ή οχήματα που κινούνται αργά, σε σειρά, κυρίως σε τελετή ή άλλη εκδήλωση
- Η πομπή του Επιταφίου
- Η πομπή της κηδείας
- Η πομπή των Παναθηναίων
- εικόνα που προσομοιάζει σε επίσημη πομπή
- Είχε απίστευτη κίνηση στο δεξί διάζωμα γιατί έκαναν έργα στο αριστερό και στο μεσαίο, πηγαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε μια ατελείωτη πομπή
- διασυρμός, με τη μεσαιωνική έννοια (και μπομπή) : αίσχη, μια αισχρή πράξη, κάτι ντροπιαστικό που θέλει να κρύψει το άτομο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.