ουρανόπεμπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρανόπεμπτος η ουρανόπεμπτη το ουρανόπεμπτο
      γενική του ουρανόπεμπτου της ουρανόπεμπτης του ουρανόπεμπτου
    αιτιατική τον ουρανόπεμπτο την ουρανόπεμπτη το ουρανόπεμπτο
     κλητική ουρανόπεμπτε ουρανόπεμπτη ουρανόπεμπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρανόπεμπτοι οι ουρανόπεμπτες τα ουρανόπεμπτα
      γενική των ουρανόπεμπτων των ουρανόπεμπτων των ουρανόπεμπτων
    αιτιατική τους ουρανόπεμπτους τις ουρανόπεμπτες τα ουρανόπεμπτα
     κλητική ουρανόπεμπτοι ουρανόπεμπτες ουρανόπεμπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουρανόπεμπτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική οὐρανόπεμπτος. Συγχρονικά αναλύεται σε ουρανό- + πεμπ- (πέμπω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /u.ɾaˈno.pem(p).tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουρανόπεμπτος

Επίθετο

ουρανόπεμπτος

  1.   Κατάφερα όμως να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου, μην τυχόν και χάσω αυτή την ουρανόπεμπτη ευκαιρία. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.