πόμπευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόμπευμα τα πομπεύματα
      γενική του πομπεύματος των πομπευμάτων
    αιτιατική το πόμπευμα τα πομπεύματα
     κλητική πόμπευμα πομπεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόμπευμα < πόμπεμα με λόγια επίδραση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πόμπευμα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpom.bev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόμπευμα

Ουσιαστικό

πόμπευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.