θερμοπομπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θερμοπομπός | οι | θερμοπομποί |
| γενική | του | θερμοπομπού | των | θερμοπομπών |
| αιτιατική | τον | θερμοπομπό | τους | θερμοπομπούς |
| κλητική | θερμοπομπέ | θερμοπομποί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θερμοπομπός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermopompe < thermo- (θερμο-) + pompe (< λατινική pompa < αρχαία ελληνική πομπή < πέμπω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.pomˈbos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐πο‐μπός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.