αποδιοπομπαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδιοπομπαίος | η | αποδιοπομπαία | το | αποδιοπομπαίο |
| γενική | του | αποδιοπομπαίου | της | αποδιοπομπαίας | του | αποδιοπομπαίου |
| αιτιατική | τον | αποδιοπομπαίο | την | αποδιοπομπαία | το | αποδιοπομπαίο |
| κλητική | αποδιοπομπαίε | αποδιοπομπαία | αποδιοπομπαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδιοπομπαίοι | οι | αποδιοπομπαίες | τα | αποδιοπομπαία |
| γενική | των | αποδιοπομπαίων | των | αποδιοπομπαίων | των | αποδιοπομπαίων |
| αιτιατική | τους | αποδιοπομπαίους | τις | αποδιοπομπαίες | τα | αποδιοπομπαία |
| κλητική | αποδιοπομπαίοι | αποδιοπομπαίες | αποδιοπομπαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποδιοπομπαίος < νεότερος (από το 1880) λόγιος σχηματισμός από την ελληνιστική λέξη ἀποπομπαῖος με επίδραση του αρχαίου ρήματος ἀποδιοπομπέομαι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ði.o.pomˈbe.os/
Επίθετο
αποδιοπομπαίος, -α, -ο
- που εκδιώκεται από κάπου με ταπεινωτικό τρόπο
Εκφράσεις
- αποδιοπομπαίος τράγος: αυτός στον οποίον ρίχνουμε την ευθύνη, το εξιλαστήριο θύμα
Μεταφράσεις
αποδιοπομπαίος
|
|
Αναφορές
- Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αποδιοπομπαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.