προπέμπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπέμπω < αρχαία ελληνική προπέμπω < πρό + πέμπω
Ρήμα
προπέμπω
- (λόγιο) ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω
- (λόγιο) ακολουθώ τη μεταφορά ενός νεκρού ως τον τάφο του, την εκφορά του
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπέμπω | προέπεμπα | θα προπέμπω | να προπέμπω | προπέμποντας | |
| β' ενικ. | προπέμπεις | προέπεμπες | θα προπέμπεις | να προπέμπεις | πρόπεμπε | |
| γ' ενικ. | προπέμπει | προέπεμπε | θα προπέμπει | να προπέμπει | ||
| α' πληθ. | προπέμπουμε | προπέμπαμε | θα προπέμπουμε | να προπέμπουμε | ||
| β' πληθ. | προπέμπετε | προπέμπατε | θα προπέμπετε | να προπέμπετε | προπέμπετε | |
| γ' πληθ. | προπέμπουν(ε) | προέπεμπαν προπέμπαν(ε) |
θα προπέμπουν(ε) | να προπέμπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προέπεμψα | θα προπέμψω | να προπέμψω | προπέμψει | ||
| β' ενικ. | προέπεμψες | θα προπέμψεις | να προπέμψεις | πρόπεμψε | ||
| γ' ενικ. | προέπεμψε | θα προπέμψει | να προπέμψει | |||
| α' πληθ. | προπέμψαμε | θα προπέμψουμε | να προπέμψουμε | |||
| β' πληθ. | προπέμψατε | θα προπέμψετε | να προπέμψετε | προπέμψτε | ||
| γ' πληθ. | προέπεμψαν προπέμψαν(ε) |
θα προπέμψουν(ε) | να προπέμψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προπέμψει | είχα προπέμψει | θα έχω προπέμψει | να έχω προπέμψει | ||
| β' ενικ. | έχεις προπέμψει | είχες προπέμψει | θα έχεις προπέμψει | να έχεις προπέμψει | ||
| γ' ενικ. | έχει προπέμψει | είχε προπέμψει | θα έχει προπέμψει | να έχει προπέμψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπέμψει | είχαμε προπέμψει | θα έχουμε προπέμψει | να έχουμε προπέμψει | ||
| β' πληθ. | έχετε προπέμψει | είχατε προπέμψει | θα έχετε προπέμψει | να έχετε προπέμψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπέμψει | είχαν προπέμψει | θα έχουν προπέμψει | να έχουν προπέμψει |
| |
Μεταφράσεις
προπέμπω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.