οργασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οργασμός οι οργασμοί
      γενική του οργασμού των οργασμών
    αιτιατική τον οργασμό τους οργασμούς
     κλητική οργασμέ οργασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργασμός < αρχαία ελληνική ὀργασμός < ὀργάω-ῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈzmos/

Ουσιαστικό

οργασμός αρσενικό

  1. (ιατρική) το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης
    φτάνω σε οργασμό
     συνώνυμα: εκσπερμάτιση (για τον άνδρα), χύσιμο (οικείο ή χυδαίο)
  2. (μεταφορικά) έντονη δραστηριότητα σε κάποιον τομέα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.