ὀργάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ὀργάω < ὀργή
Ρήμα
ὀργάω (κυρίως στον Ενεστώτα)
- για χωράφι που είναι καλοποτισμένο και έτοιμο για την καλλιέργεια σιτηρών
- για δένδρα που είναι έτοιμα να ανθίσουν
- για καρπούς που είναι έτοιμοι να ωριμάσουν
- (για άνδρες) κατέχομαι από λαγνεία
- ≈ συνώνυμα: σφριγάω
- (για ζώα) βρίσκομαι στην εποχή της σεξουαλικής συνεύρεσης
- (γενικότερα) είμαι γεμάτος από ορμή και επιθυμία για κάτι
- (μεταβατικό) μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το
- ≈ συνώνυμα: ὀργάζω
Συγγενικά
- ὀργάζω
- ὀργάς
- ὀργή
Πηγές
- ὀργάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀργάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.