ανοργασμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανοργασμικός | η | ανοργασμική | το | ανοργασμικό |
| γενική | του | ανοργασμικού | της | ανοργασμικής | του | ανοργασμικού |
| αιτιατική | τον | ανοργασμικό | την | ανοργασμική | το | ανοργασμικό |
| κλητική | ανοργασμικέ | ανοργασμική | ανοργασμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανοργασμικοί | οι | ανοργασμικές | τα | ανοργασμικά |
| γενική | των | ανοργασμικών | των | ανοργασμικών | των | ανοργασμικών |
| αιτιατική | τους | ανοργασμικούς | τις | ανοργασμικές | τα | ανοργασμικά |
| κλητική | ανοργασμικοί | ανοργασμικές | ανοργασμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανοργασμικός < αν- + οργασμικός < (ελληνιστική κοινή) ὀργασμός < αρχαία ελληνική ὀργάω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οργασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.