εκσπερμάτιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκσπερμάτιση | οι | εκσπερματίσεις |
| γενική | της | εκσπερμάτισης* | των | εκσπερματίσεων |
| αιτιατική | την | εκσπερμάτιση | τις | εκσπερματίσεις |
| κλητική | εκσπερμάτιση | εκσπερματίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκσπερματίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκσπερμάτιση < (εκσπερματίζω) εκσπερματι- + -ση[1][2]
Ουσιαστικό
εκσπερμάτιση θηλυκό
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
εκσπερμάτιση
Αναφορές
- εκσπερμάτιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.