οργασμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οργασμικός | η | οργασμική | το | οργασμικό |
| γενική | του | οργασμικού | της | οργασμικής | του | οργασμικού |
| αιτιατική | τον | οργασμικό | την | οργασμική | το | οργασμικό |
| κλητική | οργασμικέ | οργασμική | οργασμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οργασμικοί | οι | οργασμικές | τα | οργασμικά |
| γενική | των | οργασμικών | των | οργασμικών | των | οργασμικών |
| αιτιατική | τους | οργασμικούς | τις | οργασμικές | τα | οργασμικά |
| κλητική | οργασμικοί | οργασμικές | οργασμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οργασμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: orgasmique + -ικός < ελληνιστική κοινή ὀργασμός < αρχαία ελληνική ὀργάω
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οργασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.