χύσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χύσιμο τα χυσίματα
      γενική του χυσίματος των χυσιμάτων
    αιτιατική το χύσιμο τα χυσίματα
     κλητική χύσιμο χυσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χύσιμο < χύνω (θέμα αορίστου χυσ) + -ιμο

Ουσιαστικό

χύσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χύνω
  2. η εκσπερμάτιση, ο οργασμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.