ομογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομογενής | η | ομογενής | το | ομογενές |
| γενική | του | ομογενούς* | της | ομογενούς | του | ομογενούς |
| αιτιατική | τον | ομογενή | την | ομογενή | το | ομογενές |
| κλητική | ομογενή(ς) | ομογενής | ομογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομογενείς | οι | ομογενείς | τα | ομογενή |
| γενική | των | ομογενών | των | ομογενών | των | ομογενών |
| αιτιατική | τους | ομογενείς | τις | ομογενείς | τα | ομογενή |
| κλητική | ομογενείς | ομογενείς | ομογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- ομογενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμογενής < ὁμοῦ + γένος
- (χημική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική homogène < μεσαιωνική λατινική homogenus < αρχαία ελληνική ὁμογενής[1]
Επίθετο
ομογενής, -ής, -ές
- που κατάγεται από το ίδιο γένος με άλλους, που ανήκει στην ίδια εθνότητα με άλλους
- που έχει την ίδια προέλευση με κάποιον άλλο
- (φυσική) ηλεκτρικό ή μαγνητικό πεδίο με ίδια τιμή έντασης παντού
- (χημεία) μείγμα που έχει την ίδια σύσταση και τις ίδιες ιδιότητες παντού, ώστε να μη μπορούν να γίνουν διακριτά τα συσταστικά του με γυμνό μάτι
Συγγενικά
- ομογένεια
- ομογενειακός
- ομογενοποιημένος
- ομογενοποίηση
- ομογενοποιώ
- → δείτε τις λέξεις ομού και γίνομαι
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ομογενής | οι | ομογενείς |
| γενική | του του/της |
ομογενή ομογενούς |
των | ομογενών |
| αιτιατική | τον/την | ομογενή | τους/τις | ομογενείς |
| κλητική | ομογενή | ομογενείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού, σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής». Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ομογενής < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό ομογενής
Ουσιαστικό
ομογενής αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
ομογενής
|
|
Αναφορές
- ομογενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.