ομογένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομογένεια οι ομογένειες
      γενική της ομογένειας των ομογενειών
    αιτιατική την ομογένεια τις ομογένειες
     κλητική ομογένεια ομογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομογένεια < (ελληνιστική κοινή) ὁμογένεια < αρχαία ελληνική ὁμογενής

Προφορά

ΔΦΑ : /o.moˈʝe.ni.a/

Ουσιαστικό

ομογένεια θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ομογενής, η ιδιότητα του ομογενούς
  2. οι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού που έχουν ελληνική καταγωγή
    «Πλάτη» για τη στήριξη της Ελλάδας στον κρίσιμο τομέα του τουρισμού βάζει η ομογένεια σε Αμερική, Αυστραλία, Καναδά και Ευρώπη, με μια δίμηνη καμπάνια η οποία προτρέπει τα επτά εκατομμύρια συμπατριωτών μας να κάνουν φέτος διακοπές στη χώρα μας μαζί με τους φίλους τους. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.