ομογένεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομογένεια | οι | ομογένειες |
| γενική | της | ομογένειας | των | ομογενειών |
| αιτιατική | την | ομογένεια | τις | ομογένειες |
| κλητική | ομογένεια | ομογένειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομογένεια < (ελληνιστική κοινή) ὁμογένεια < αρχαία ελληνική ὁμογενής
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.moˈʝe.ni.a/
Ουσιαστικό
ομογένεια θηλυκό
Μεταφράσεις
ομογένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.