αλλογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλογενής η αλλογενής το αλλογενές
      γενική του αλλογενούς* της αλλογενούς του αλλογενούς
    αιτιατική τον αλλογενή την αλλογενή το αλλογενές
     κλητική αλλογενή(ς) αλλογενής αλλογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλογενείς οι αλλογενείς τα αλλογενή
      γενική των αλλογενών των αλλογενών των αλλογενών
    αιτιατική τους αλλογενείς τις αλλογενείς τα αλλογενή
     κλητική αλλογενείς αλλογενείς αλλογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλλογενής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αλλογενής, -ής, -ές


Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.