ομόφυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόφυλος η ομόφυλη το ομόφυλο
      γενική του ομόφυλου της ομόφυλης του ομόφυλου
    αιτιατική τον ομόφυλο την ομόφυλη το ομόφυλο
     κλητική ομόφυλε ομόφυλη ομόφυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόφυλοι οι ομόφυλες τα ομόφυλα
      γενική των ομόφυλων των ομόφυλων των ομόφυλων
    αιτιατική τους ομόφυλους τις ομόφυλες τα ομόφυλα
     κλητική ομόφυλοι ομόφυλες ομόφυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομόφυλος < αρχαία ελληνική ὁμόφυλος < ὁμός + φῦλον ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική homophile[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική homophile[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈmo.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομόφυλος

Επίθετο

ομόφυλος, -η, -ο

  1. που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλον
     αντώνυμα: αλλόφυλος
  2. που έχει το ίδιο βιολογικό φύλο με κάποιον άλλον ή που αναφέρεται σε άτομα του ίδιου βιολογικού φύλου
  3. (καταχρηστικά)[1] ομοφυλόφιλος
    ο Άρειος Πάγος ακύρωσε τους γάμους μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών που τέλεσε ο δήμαρχος Τήλου

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. ομόφυλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.