ομογενοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομογενοποιώ < ομογενής -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homogénéiser)
Συγγενικά
- ομογενοποιημένος
- ομογενοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ομογενής, ομού και γίνομαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ομογενοποιώ | ομογενοποιούσα | θα ομογενοποιώ | να ομογενοποιώ | ομογενοποιώντας | |
| β' ενικ. | ομογενοποιείς | ομογενοποιούσες | θα ομογενοποιείς | να ομογενοποιείς | (ομογενοποίει) | |
| γ' ενικ. | ομογενοποιεί | ομογενοποιούσε | θα ομογενοποιεί | να ομογενοποιεί | ||
| α' πληθ. | ομογενοποιούμε | ομογενοποιούσαμε | θα ομογενοποιούμε | να ομογενοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ομογενοποιείτε | ομογενοποιούσατε | θα ομογενοποιείτε | να ομογενοποιείτε | ομογενοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ομογενοποιούν(ε) | ομογενοποιούσαν(ε) | θα ομογενοποιούν(ε) | να ομογενοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ομογενοποίησα | θα ομογενοποιήσω | να ομογενοποιήσω | ομογενοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ομογενοποίησες | θα ομογενοποιήσεις | να ομογενοποιήσεις | ομογενοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ομογενοποίησε | θα ομογενοποιήσει | να ομογενοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ομογενοποιήσαμε | θα ομογενοποιήσουμε | να ομογενοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ομογενοποιήσατε | θα ομογενοποιήσετε | να ομογενοποιήσετε | ομογενοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ομογενοποίησαν ομογενοποιήσαν(ε) |
θα ομογενοποιήσουν(ε) | να ομογενοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ομογενοποιήσει | είχα ομογενοποιήσει | θα έχω ομογενοποιήσει | να έχω ομογενοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ομογενοποιήσει | είχες ομογενοποιήσει | θα έχεις ομογενοποιήσει | να έχεις ομογενοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ομογενοποιήσει | είχε ομογενοποιήσει | θα έχει ομογενοποιήσει | να έχει ομογενοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ομογενοποιήσει | είχαμε ομογενοποιήσει | θα έχουμε ομογενοποιήσει | να έχουμε ομογενοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ομογενοποιήσει | είχατε ομογενοποιήσει | θα έχετε ομογενοποιήσει | να έχετε ομογενοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ομογενοποιήσει | είχαν ομογενοποιήσει | θα έχουν ομογενοποιήσει | να έχουν ομογενοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
ομογενοποιώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.