ὁμοῦ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὁμοῦ < από τη γενική του ουδετέρου του επιθέτου ὁμός

Επίρρημα

ὁμοῦ

Σύνθετα

  • ὁμόκλινος
  • ὁμοκλάω και ὁμοκλέω
  • ὁμόνεκρος που πέθανε μαζί με άλλους
  • ὁμόδρομος
  • ὁμόζυγος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.