εθνότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθνότητα | οι | εθνότητες |
| γενική | της | εθνότητας | των | εθνοτήτων |
| αιτιατική | την | εθνότητα | τις | εθνότητες |
| κλητική | εθνότητα | εθνότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εθνότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εθνότητα θηλυκό
- πληθυσμική ομάδα με κοινές πολιτισμικές ρίζες, συνήθως μικρότερη ομάδα απ' το έθνος/εθνικότητα και με λιγότερη ιεραρχικά νομική ισχύ κυρίως γιατί περισσότερες εθνικότητες ταυτίζονται με κράτος σε σχέση με τις εθνότητες που συνήθως ταυτίζονται με υπο-ομάδες μέσα σε ένα κράτος, φυσικά αυτή η ερμηνεία δεν είναι απόλυτη
Μεταφράσεις
εθνότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.