εξαπτέρυγα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξαπτέρυγα < από τις έξη πτέρυγες των Σεραφείμ που απεικονίζονται σε αυτά
Ουσιαστικό
εξαπτέρυγα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ( & ξεφτέρια στη δημοτική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.