πτέρυξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πτερῠγ-
ονομαστική πτέρυξ αἱ πτέρυγες
      γενική τῆς πτέρυγος τῶν πτερύγων
      δοτική τῇ πτέρυγ ταῖς πτέρυξ(ν)
& επικός: πτερύγεσσι(ν)
    αιτιατική τὴν πτέρυγ τὰς πτέρυγᾰς
     κλητική ! πτέρυξ πτέρυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτέρυγε
γεν-δοτ τοῖν  πτερύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτέρυξ < πτερ(όν) + -υξ

Ουσιαστικό

πτέρυξ θηλυκό

  1. (ορνιθολογία) φτερούγα πουλιού
    1. φτερωτό πουλί
  2. ό,τι μοιάζει με φτερό
     συνώνυμα: πτερύγιον
    1. η άκρη του στρατιωτικού θώρακα
    2. (ελληνιστική σημασία) λεπίδα σε μαχαίρι
    3. λοβός πνεύμονα
  3. ό,τι προστατεύει όπως τα φτερά
  4. πτέρυγα

Συγγενικά

  • αἰολοπτέρυξ
  • ἀναπτερυγίζω
  • ἀναπτερύσσομαι
  • ἀποπτερυγίζομαι
  • ἀποπτερυγόομαι
  • ἀποπτερύσσομαι
  • ἀπτέρυγος
  • ἀπτερύομαι
  • ἀπτερύσσομαι
  • διαπτερύσσομαι
  • διπτέρυγος
  • ἑξαπτέρυγος
  • ἐκπτερύσσομαι
  • ἐλαχυπτέρυξ
  • εὐπτέρυγος
  • φοινικόπτερυξ
  • κυανοπτέρυξ
  • λευκοπτέρυξ
  • λιγυπτέρυγος
  • λινοπτέρυξ
  • μεγαλοπτέρυγος
  • μελανοπτέρυξ
  • μεσοπτερύγια
  • μικροπτέρυξ
  • παραπτερυγίζω
  • πτερύγιον
  • πτερύγισμα
  • πτερυγίζω
  • πτερυγοειδής
  • πτερυγοφόρος
  • πτερυγόομαι
  • πτερυγοποίκιλος
  • πτερυγοτομέω
  • πτερυγοτόμος
  • πτερυγοτύραννος
  • πτερυγόω
  • πτερυγώδης
  • πτερυγωκής
  • πτερύγωμα
  • πτερυγωτός
  • πτερύσσομαι
  • πυρροπτέρυξ
  • συμπτερύσσομαι
  • τανυπτέρυξ
  • τανυσιπτέρυγος
  • τετραπτερυλλίς
  • χρυσοπτέρυγος

 και δείτε τη λέξη πτερόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.