πτέρυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πτερῠγ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πτέρυξ | αἱ | πτέρυγες | |
| γενική | τῆς | πτέρυγος | τῶν | πτερύγων | |
| δοτική | τῇ | πτέρυγῐ | ταῖς | πτέρυξῐ(ν) & επικός: πτερύγεσσι(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πτέρυγᾰ | τὰς | πτέρυγᾰς | |
| κλητική ὦ! | πτέρυξ | πτέρυγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτέρυγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτερύγοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- πτέρυξ < πτερ(όν) + -υξ
Ουσιαστικό
πτέρυξ θηλυκό
- (ορνιθολογία) φτερούγα πουλιού
- φτερωτό πουλί
- ό,τι μοιάζει με φτερό
- η άκρη του στρατιωτικού θώρακα
- (ελληνιστική σημασία) λεπίδα σε μαχαίρι
- λοβός πνεύμονα
- ό,τι προστατεύει όπως τα φτερά
- πτέρυγα
Συγγενικά
- αἰολοπτέρυξ
- ἀναπτερυγίζω
- ἀναπτερύσσομαι
- ἀποπτερυγίζομαι
- ἀποπτερυγόομαι
- ἀποπτερύσσομαι
- ἀπτέρυγος
- ἀπτερύομαι
- ἀπτερύσσομαι
- διαπτερύσσομαι
- διπτέρυγος
- ἑξαπτέρυγος
- ἐκπτερύσσομαι
- ἐλαχυπτέρυξ
- εὐπτέρυγος
- φοινικόπτερυξ
- κυανοπτέρυξ
- λευκοπτέρυξ
- λιγυπτέρυγος
- λινοπτέρυξ
- μεγαλοπτέρυγος
- μελανοπτέρυξ
- μεσοπτερύγια
- μικροπτέρυξ
- παραπτερυγίζω
- πτερύγιον
- πτερύγισμα
- πτερυγίζω
- πτερυγοειδής
- πτερυγοφόρος
- πτερυγόομαι
- πτερυγοποίκιλος
- πτερυγοτομέω
- πτερυγοτόμος
- πτερυγοτύραννος
- πτερυγόω
- πτερυγώδης
- πτερυγωκής
- πτερύγωμα
- πτερυγωτός
- πτερύσσομαι
- πυρροπτέρυξ
- συμπτερύσσομαι
- τανυπτέρυξ
- τανυσιπτέρυγος
- τετραπτερυλλίς
- χρυσοπτέρυγος
→ και δείτε τη λέξη πτερόν
Πηγές
- πτέρυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτέρυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.