εύστροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύστροφος | η | εύστροφη | το | εύστροφο |
| γενική | του | εύστροφου | της | εύστροφης | του | εύστροφου |
| αιτιατική | τον | εύστροφο | την | εύστροφη | το | εύστροφο |
| κλητική | εύστροφε | εύστροφη | εύστροφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύστροφοι | οι | εύστροφες | τα | εύστροφα |
| γενική | των | εύστροφων | των | εύστροφων | των | εύστροφων |
| αιτιατική | τους | εύστροφους | τις | εύστροφες | τα | εύστροφα |
| κλητική | εύστροφοι | εύστροφες | εύστροφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύστροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔστροφος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.stɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐στρο‐φος
Αντώνυμα
Αναφορές
- εύστροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.