κιρκινέζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κιρκινέζι | τα | κιρκινέζια |
| γενική | του | κιρκινεζιού | των | κιρκινεζιών |
| αιτιατική | το | κιρκινέζι | τα | κιρκινέζια |
| κλητική | κιρκινέζι | κιρκινέζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αρσενικό κιρκινέζι με θηλυκά
Ετυμολογία
- κιρκινέζι < τουρκική kerkenez[1] (< προέλευσης από τη μεσαιωνική ελληνική κερχνηίς[2])
- Λιγότερο πιθανή είναι η σύνδεση με την αρχαία ελληνική κίρκος (δείτε και Κίρκη)[3]
Ουσιαστικό
κιρκινέζι ουδέτερο
- (λαϊκό, πτηνό) λαϊκή ονομασία του προστατευόμενου είδους γερακιού με τη διεθνή επιστημονική ονομασία Falco naumanni το οποίο ζει, συνήθως, σε σμήνη και κοντά σε κατοικημένες περιοχές
- γκαργκανέτζα
- γκιργκινέγκα
- κιρκινέζος
- κιρκινέκι
Σύνθετα
- βραχοκιρκίνεζο
- μαυροκιρκίνεζο
-
κιρκινέζι στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- kerkenez - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.