Ξεφτέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ξεφτέρης οι Ξεφτέρηδες
      γενική του Ξεφτέρη των Ξεφτέρηδων
    αιτιατική τον Ξεφτέρη τους Ξεφτέρηδες
     κλητική Ξεφτέρη Ξεφτέρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ξεφτέρης < παρωνύμιο ξεφτέρ(ι) + -ης

Κύριο όνομα

Ξεφτέρης αρσενικό (θηλυκό Ξεφτέρη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.