ξεφτέρια
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ξεφτέρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα με τα Σεραφείμ
- για το ξεφτέρι δείτε το αντίστοιχο λήμμα
Μεταφράσεις
ξεφτέρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.