ὠκύπτερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠκύπτερος τὸ ὠκύπτερον οἱ, αἱ ὠκύπτεροι τὰ ὠκύπτερα
Γενική τοῦ, τῆς ὠκυπτέρου τοῦ ὠκυπτέρου τῶν ὠκυπτέρων τῶν ὠκυπτέρων
Δοτική τῷ, τῇ ὠκυπτέρῳ τῷ ὠκυπτέρῳ τοῖς, ταῖς ὠκυπτέροις τοῖς ὠκυπτέροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠκύπτερον τὸ ὠκύπτερον τοὺς, τὰς ὠκυπτέρους τὰ ὠκύπτερα
Κλητική ὠκύπτερε ὠκύπτερον ὠκύπτεροι ὠκύπτερα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠκυπτέρω
Γενική-Δοτική ὠκυπτέροιν

Ετυμολογία

ὠκύπτερος < ὠκύ- ( < ὠκύς) + -πτερος ( < πτερόν)

Επίθετο

ὠκύπτερος, -ος, -ον [ ]

  1. γρήγορος στα φτερά
  2. (μεταφορικά για τα ιστία) γρήγορο πλοίο (με πανιά)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.